ΠΑΡΑΚΕΛΣΟΣ (1493-1541) – Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ

Ο Παράκελσος γεννήθηκε στην Ελβετία το 1493- Το αληθινό του όνομα ήταν Φίλιππος Αυρήλιος Θεόφραστος Μπομπάστους φον Χοχενχάιμ. Ήταν γιος ενός γιατρού – παιδί τόσο αδύναμο και ασθενικό που κανείς δεν περίμενε να ζήσει παραπάνω από την εφηβεία του. Όταν ήταν δέκα χρονών, αποφάσισε να πετάξει και πήδηξε από ένα ψηλό δέντρο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί άσχημα και να κινδυνέψει να πεθάνει. Σπούδασε ιατρική στη Βασιλεία και ύστερα πήγε στο Βίρτσμπουργκ για να μαθητεύσει δίπλα στο θρυλικό ηγούμενο Τριθέμιο, που τα απόκρυφα βιβλία του γοήτευαν το νεαρό Παράκελσο….

 Όπως και ο Αγρίππας, ήταν πολύ ρομαντικός και είχε παθιαστεί με την ιδέα να ανακαλύψει τη «Φιλοσοφική Λίθο», ή το «Ελιξίριο της ζωής», αλλά συμβιβαζόταν και με το «Μέγα Καθολικόν» που υποτίθεται πως ήταν ένα φάρμακο που μπορούσε να θεραπεύσει οποιαδήποτε αρρώστια. Πήρε το όνομα Παράκελσος από το όνομα του φημισμένου Ρωμαίου γιατρού Κέλσου.

Όταν ήταν 22 χρονών, πήγε στο Τυρόλο και εργάστηκε επίπονα στα ορυχεία αργύρου για να συγκεντρώσει χρήματα. Επειτα, πήρε το δισάκι του και ξεκίνησε για μια περιπλάνηση σε όλη την Ευρώπη -που κράτησε δέκα χρόνια- δηλώνοντας ότι ήθελε να αποκτήσει περισσότερες ιατρικές γνώσεις βλέποντας όσο το δυνατόν περισσότερους αρρώστους.

Πρέπει να τονίσουμε ότι -παρά τη φήμη του- ο Παράκελσος δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του μάγο ή αποκρυφιστή. Ο χαρακτήρας του ήταν ξεροκέφαλος και πίστευε στην εμπειρία και στον άνθρωπο. Πίστευε στην Αλχημεία και στην Αστρολογία, επειδή ήταν πράγματα λογικά και επιστημονικά, αλλά ήταν πολύ καχύποπτος με τα γιατροσόφια των μαγισσών και τις μαγγανείες της εποχής.

Στο Παρίσι, είχε την τύχη να συναντήσει μια από τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες στην ιατρική, τον Αμβρόσιο Παρέ. Έγινε μαθητής του και γρήγορα βοηθός του και συνεργάτης του, εξερευνώντας με πάθος τα σκοτεινά ακόμη πεδία της ιατρικής επιστήμης. Εκείνη την εποχή, στον πόλεμο, οι πληγές καυτηριάζονταν με βραστό λάδι. Ο Παρέ και ο Παράκελσος κατασκεύασαν μια αλοιφή από κρόκο αυγού, ροδέλαιο, αποσταγμένο νερό και τερεβινθίνη που επούλωνε γρήγορα και ανώδυνα τις πληγές. Συμπέραναν ότι οι περισσότεροι στρατιώτες πέθαιναν από κλονισμό και εξάντληση από τις πρόχειρες θεραπείες παρά από τα τραύματα τους. Όταν τα ανθρώπινα μέλη συντρίβονταν από μπάλες κανονιού, οι γιατροί περίμεναν να πάθουν γάγγραινα και τα έκοβαν με πριόνια. Ο Παρέ και ο Παράκελσος ανακάλυψαν ότι αν έδεναν με ένα συνηθισμένο σπάγκο την αρτηρία που αιμορραγούσε, η αιμορραγία σταματούσε – και όταν συνέβαινε αυτό, συνήθως ο χτυπημένος γινόταν καλά. Οι δυο τους περιπλανήθηκαν στη Γερμανία, στη Δανία, στην Ιταλία και στη Ρωσία. Ο Παράκελσος έμαθε πολλά για τον πόλεμο σε αυτά του τα ταξίδια, αλλά και για τη διπλωματία, τη φυσιογνωμία και τη γεωμαντεία. Πάνω από όλα όμως, έμαθε απίστευτα πολλά για την ιατρική που τον ενδιέφερε πιο πολύ.

…Σε ένα σύγγραμμα του έγραφε:
…Η μαγεία είναι δάσκαλος ιατρικής πολύ καλύτερος από όλα τα γραπτά βιβλία. Η μαγεία είναι μια δύναμη που έρχεται κατευθείαν από το Θεό, δημιουργεί κανάλια ροής και μεταβιβάζεται κατά κάποιον τρόπο στο γιατρό. Το ονομάζω Θεραπευτικό Ένστικτο. Το ένστικτο αυτό βασίζεται στην αρχαία γνώση ότι ο άνθρωπος είναι ο μικρόκοσμος της Φύσης – και αυτό το δίδασκε ο ίδιος ο Ιπποκράτης. Η υγεία βασίζεται σε ένα είδος αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στη Φύση. Δημιουργεί ένα αιθερικό ρευστό που υπάρχει μέσα στη Φύση και μέσα στον άνθρωπο. Η διαταραχή αυτής της αρμονίας έχει ως φυσική συνέπεια την ασθένεια…

Ο αναγνώστης ίσως αναγνωρίσει σε αυτά τα λόγια του Παράκελσου (το 1523) τις ιδέες του Μέσμερ και του Βίλχελμ Ράιχ, πολλούς αιώνες αργότερα βέβαια.

Το ρευστό για το οποίο μιλάει είναι η θεμελιώδης αρχή ζωής που οι αλχημιστές ονόμαζαν «Αζώθ» και τη συμβόλιζαν με ένα κόκκινο λιοντάρι. Το Αζώθ μπορεί να μετατρέψει όλα τα μέταλλα σε χρυσό. Υπάρχει μια ιστορία που αφηγείται ότι ο Παράκελσος θεράπευσε την κόρη ενός πανδοχέα που ήταν εκ γενετής παράλυτη από τη μέση και κάτω, με τρεις κουταλιές κρασί που περιείχαν το «Αζώθ του Κόκκινου Λιονταριού». Ο Παράκελσος είχε δώσει το όνομα «Αζώθ» και στο σπαθί του, που το αγαπούσε τόσο πολύ, ώστε κοιμόταν μαζί του στο κρεββάτι του.

…Για κάποια χρόνια, του δόθηκε η έδρα της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Ξεκίνησε τη θητεία του διατάζοντας τους φοιτητές να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά στο προαύλιο και να πετάξουν εκεί μέσα όλα τα έργα του Αβικέννα, του Ραζί, του Χόλερ, του Γαληνού και άλλων παλιών μεγάλων γιατρών, φωνάζοντας ότι όλοι τους μαζί δεν άξιζαν ούτε μια τρίχα από τη γενειάδα του. Οι υπόλοιποι καθηγητές τον κατήγγειλαν για τσαρλατάνο.
Ο Παράκελσος ήταν πολύ θορυβώδης, εκκεντρικός, νευρικός, εύθικτος, συχνά χυδαίος και επιθετικός, αλλά πάντα πολύ διαυγής – ακόμη και όταν ήταν μεθυσμένος. Έκανε συχνά ένα ιδιόμορφο μαύρο χιούμορ, που ενοχλούσε τους συνομιλητές του.

Έλεγε στους συναδέλφους του – σε μια συνομιλία που την κατέγραψε ο χρονικογράφος Τ. Χαργκρέιβ:
«…Δεν είσαστε τίποτε παραπάνω από σπυριάρηδες ψευτοδάσκαλοι που χτενίζουν ψείρες, ρουφάνε βδέλλες και τρυπάνε χέρια καημένων ανθρώπων. Δεν αξίζετε ούτε για να σας κατουρήσει ένα σκυλί. Ο βασιλιάς σας ο Γαληνός βρίσκεται στην κόλαση από όπου μου έχει στείλει πολλά γράμματα. Έχουμε πολλά χρόνια τώρα αλληλογραφία. Αν ξέρατε τι μου λέει σε αυτά, θα κάνατε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο σας με μια ουρά αλεπούς. Μη με ακουμπάτε, γιατί δεν έχω εξακριβώσει ακόμη αν η ανοησία είναι μεταδοτική…»

Θεράπευσε από σοβαρή νεφροπάθεια το μεγάλο διανοούμενο Έρασμο, ο οποίος του έγραψε «…δεν μπορώ να σου προσφέρω αμοιβή αντάξια της τέχνης και της μόρφωσης σου…»
Μια άλλη φορά, όταν θεράπευσε κάποιον πλούσιο εκδότη από ένα σάπιο πόδι που οι άλλοι γιατροί ήθελαν να του το ακρωτηριάσουν, ο εκδότης θέλησε να τον πληρώσει σε βιβλία, ο Παράκελσος τον έπιασε από το λαιμό – και τελικά κατέληξαν στα δικαστήρια. Αν και ήταν ολοφάνερο ότι είχε δίκιο, οι ορκισμένοι εχθροί του επηρέασαν το δικαστήριο και η απόφαση βγήκε σε βάρος του. Αυτός νευρίασε τόσο πολύ, που ανέβηκε πάνω στο έδρανο και άρχισε να βρίζει τους δικαστές με τα πιο περίτεχνα κοσμητικά επίθετα – που το πιο απλό ήταν «σκουληκοφαγωμένοι αγύρτες σοφιστές». Φυσικά, αυτό ήταν εξύβριση και προσβολή του δικαστηρίου και ο Παράκελσος γλίτωσε παρά λίγο τη φυλακή, δραπετεύοντας από τη χώρα. Οι εχθροί του χάρηκαν πολύ, γιατί ήξεραν τον απότομο χαρακτήρα του και ήξεραν πως θα αντιδρούσε δυναμικά.

…Ο Παράκελσος ήταν ένας χοντρός, φαλακρός άντρας, με κόκκινα μάγουλα και τσαλακωμένα ρούχα, είχε τρανταχτό γέλιο, δεν δίσταζε να πει φωναχτά αυτό που σκεφτόταν και έχανε πολύ συχνά την ψυχραιμία του. Ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση του έντιμου και ειλικρινή ανθρώπου που δεν μπορεί να βρει το δίκιο του, γιατί το υπερασπίζεται με υπερβολικές αντιδράσεις και εύκολα έχανε το παιχνίδι των εντυπώσεων – που οι πονηροί που αντιμετώπιζε το έπαιζαν πολύ καλά. Ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος βαθιάς γνώσης, αλλά εκπληκτικά ασυμβίβαστος και κυνικός.

Όταν ήταν στο Στρασβούργο, του ζήτησαν να συζητήσει με τον Μπεντελίν, έναν υποστηρικτή του Γαληνού, σε ακροατήριο. Ο Μπεντελίν ήταν επιδεικτικός και πομπώδης και υποστήριξε πράγματα που εύκολα θα μπορούσε να τα αντικρούσει ο Παράκελσος και να βγει ο νικητής της βραδιάς. Αυτό θα έκανε ο καθένας. Ο Παράκελσος, όμως, έφτυσε επιδεικτικά στο πάτωμα και αποχώρησε από την αίθουσα μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, λέγοντας «…δεν δέχομαι να απαντήσω σε τέτοια σκουπίδια…» Σε μια άλλη περίπτωση, ο πρίγκιπας του Μπάντεν ήταν ετοιμοθάνατος από οξεία δυσεντερία. Ο Παράκελσος του έδωσε να πιει ένα ποτό που είχε παρασκευάσει και τον έβαλε να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα ο πρίγκιπας είχε θεραπευτεί και ένιωθε πολύ καλά. Έδωσε στον Παράκελσο ένα πολύτιμο κόσμημα για πληρωμή. Αυτός, αντί να πάρει το κόσμημα και να ευχαριστήσει τον πρίγκιπα αφήνοντας τον να διηγηθεί σε όλους τη θαυματουργή του θεραπεία, θεώρησε πολύ μεγάλη προσβολή που του το είχε δώσει ο ίδιος στο χέρι. Άρχισε να λέει ότι είναι επιστήμονας και όχι υποτακτικός του και ότι συνήθως έστελνε το λογαριασμό για τις υπηρεσίες του και ο ασθενής έδινε την αμοιβή μέσω ενός υπηρέτη. Φυσικά, ο πρίγκιπας δυσαρεστήθηκε με το φέρσιμο του, οι άλλοι γιατροί που τον μισούσαν έπεισαν τον πρίγκιπα ότι είχε θεραπευτεί από τα δικά τους γιατροσόφια και ότι δεν είναι δυνατόν να πρόλαβε μέσα σε μια μέρα να ενεργήσει το φάρμακο του Παράκελσου. Στο τέλος, ο Παοάκελσος κινδύνεψε να πάει φυλακή ως απατεώνας.
 Από τότε, φορούσε πάντα εκείνο χο κόσμημα στο λαιμό του «…για να θυμάται συνέχεια την αχαριστία των ανθρώπων…»

…Όταν πέθανε ένας από τους υποστηρικτές του, επειδή αγνόησε την συμβουλή του Παράκελσου να μην κουράζει την καρδιά του, οι εχθροί του τον κατηγόρησαν για το θάνατο και αναγκάστηκε να φύγει για πάντα από την πατρίδα του.

Από τότε έγινε και αυτός περιπλανώμενος σαν τον Αγρίππα για την υπόλοιπη ζωή του. Αρχισε να πίνει πολΰ και να ντύνεται σαν αλήτης. Πληγωμένος από τις πολλές αδικίες, επιτίθονταν στους αντιπάλους του με το παραμικρό. Ο θυμός του από τις διαφωνίες που είχε με όλους τους διανοούμενους -που τους θεωρούσε «προδότες του ανθρώπινου πνεύματος»- τον έσπρωχνε να γράφει συνεχώς, εκατοντάδες συγγράμματα, αλλά κανείς εκδότης δεν δεχόταν να τα αναλάβει. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά το θάνατο του. Σώθηκαν μόνο 370 έργα του. Εκτός από το ότι ήταν ο θεμελιωτής της σύγχρονης Χημείας, ανακάλυψε τον ψευδάργυρο -το χλώριο- τις ενώσεις του σιδήρου και του αντιμονίου, αυτός που έθεσε τις βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, μελετητής των πιο σπάνιων βιβλίων (ο μεγαλύτερος Γερμανός μυστικιστής -ο Τζάκομπ Μπέμε- ήταν μαθητής του), ο πρόδρομος της σύγχρονης ιατρικής, ένας εξαίρετος στοχαστής και φιλόσοφος, αυτό που προκαλεί θλίψη είναι το εξακριβωμένο γεγονός ότι καμιά από τις θεωρίες του -που τις υποστήριζε τόσο ένθερμα- δεν ήταν λανθασμένη ή δεν μπόρεσε να διαψευστεί.

Μια μέρα στη Νυρεμβέργη, για να αντικρούσει τους επικριτές του, ζήτησε από τις αρχές να του φέρουν όλους τους ασθενείς που οι ασθένειες τους έχουν χαρακτηριστεί ανίατες. Είναι καταγραμμένο στα αρχεία της πόλης ότι τους γιάτρεψε όλους. Οι εχθροί του τον κατηγόρησαν για μάγο – και θα τον σκότωναν αν μέσα στους θεραπευμένους δεν ήταν και η γυναίκα του δημάρχου.

Σε πολλές περιστάσεις τού απαγόρευαν να μπει σε κάποια πόλη. Στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας τον περίμενε μια περίπολος έξω από την πόλη για να τον διώξει μόλις εμφανιζόταν.
Δεκαπέντε χρόνια δυσκολιών, περιπλανήσεων, περιφρόνησης και οργής, τον εξάντλησαν και τον μετέτρεψαν σε ένα σωματικό και ψυχικό ράκος. Έχασε το βροντερό γέλιο του, δεν είχε κανένα φίλο, και μια ιστορία λέει ότι επειδή δεν είχε κανέναν για να του μιλήσει, είχε αρχίσει να συνομιλεί με τη σκιά του. Άναβε ένα κηροπήγιο, καθόταν μπροστά σε έναν τοίχο και
συνομιλούσε με τη σκιά του σαν να ήταν άνθρωπος. Πολλές φορές τον άκουγαν να φωνάζει μόνος του.

Εκείνη την εποχή έγραψε το αριστούργημα του, το Signa Rerum. Δυστυχώς, σώζονται μόνο τα τελευταία κεφάλαια του, γιατί ο Παράκελσος κάθε βράδυ έσχιζε μερικές σελίδες, τις έβαζε φωτιά και τις πετούσε από το παράθυρο για να «…όουν λίγο φως μέσα στη νύχτα επιτέλους οι άνθρωποι…»

Σε κάποια από τις σελίδες που σώθηκαν γράφει:
…Ο άνθρωπος δεν είναι σώμα. Η καρδιά, το πνεύμα, είναι άνθρωπος. Και αυτό το πνεύμα είναι ένα ολόκληρο άστρο, από το οποίο είναι φτιαγμένος. Το άστρο αυτό ταξιδεύει μέσα στο σύμπαν. Δεν ξέρουμε από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Αλλά αν ο άνθρωπος είναι τέλειος στην καρδιά του, τίποτε σε ολόκληρο το φως της φύσεως δεν μπορεί να του είναι κρυφό. Το πρώτο βήμα στη λειτουργία αυτής της επιστήμης είναι να αποκτήσει το πνεύμα από το εσωτερικό στερέωμα με τη Φαντασία.

Το 1541, ο Δούκας Ερνέστος της Βαυαρίας, που ήταν μελετητής του αποκρυφισμού, τον προσκάλεσε να έρθει να ζήσει στον πύργο του στο Σάλ-τσμπουργκ. Ο Παράκελσος πήγε και ενθουσιάστηκε. Είχε βρει το καταφύγιο που έψαχνε σε όλη του τη ζωή. Χάρισε όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και εγκαταστάθηκε εκεί. Αλλά η ξαφνική χαλάρωση έπειτα από τόσα χρόνια δυσκολιών και προσβολών τον έκανε να αρρωστήσει/Ενα πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1541, ο Παράκελσος έκανε μια βόλτα αγναντεύοντας τη θέα των βουνών. Ένας άγνωστος τον πλησίασε και τον έσπρωξε από τον γκρεμό. Ο άγνωστος εξαφανίστηκε, ο Παράκελσος σκοτώθηκε. Φορούσε ακόμη στο λαιμό του το «κόσμημα της αχαριστίας των ανθρώπων» και είχε ακόμη περασμένο στη μέση του το ξίφος Αζώθ.Ήταν μόνο 48 χρονών.

Τα επόμενα χρόνια, όλοι οι ταξιδιώτες που περνούσαν από τον τάφο του άφηναν και από ένα λουλούδι, με αποτέλεσμα να είναι συνέχεια ο τάφος του σκεπασμένος με λουλούδια. Ακόμη και το 1830, όταν η χολέρα χτύπησε το Σάλτσμπουργκ, οργανώθηκε ένα προσκύνημα στον τάφο του – και αμέσως η επιδημία σταμάτησε…

Παντελής Γιαννουλάκης

Posted on 12 Μαρτίου 2010, in Άνθρωποι των Θαυμάτων, outsider. Bookmark the permalink. 2 Σχόλια.

  1. Αυτό που μου αρέσει στη εφημερίδα σας είναι ότι έχετε διάφορα θέματα,τοπικά,επιστημονικά,περιβαλλοντικά,αναλύσεις κ.α,πολύ ενδιαφέροντα και αρκετα προσεγμένα,δίνεται βήμα στα σχολεία και κρατάτε ένα υψηλό επίπεδο ήθους.Σπάνιο στις μέρες μας.

  2. Σε ευχαριστούμε πολύ για τα καλά σου λόγια. Δεν θέλω να πιστεύω ότι είναι σπάνιο,μα απλά, ότι βρίσκεται σε λήθαργο

Αφήστε απάντηση στον/στην Αννα Χ Ακύρωση απάντησης